- παγοπληξία
- η окоченение, онемение, одеревенение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγοπληξία — η (Α παγοπληξία) σύνολο νοσηρών συμπτωμάτων που προκαλείται στον οργανισμό υπό την επίδραση τού πάγου ή γενικά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πληξία (< πληκτος < πλήττω), πρβλ. θερμο πληξία] … Dictionary of Greek
παγοπληξίαν — παγοπληξίᾱν , παγοπληξία frostbite fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)